Περσίς

Περσίς
Περσ-ίς, ίδος, pecul. fem. of Περσικός, Persian, A.Pers.59 (anap.), Th.1.138;
A

χώρη Hdt.3.97

, al.
II as Subst.,
1 (sc. γῆ), Persis, Persia, Str.15.3.1, etc.
2 (sc. γυνή) Persian woman, X.Cyr.8.5.21, etc.
3 (sc. χλαῖνα) Persian cloak, Ar.V.1137.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Περσίς — Persis fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέρσις — πέρσῑς , πέρσις sacking fem acc pl (epic doric ionic aeolic) πέρσις sacking fem nom sg πέρσις sacking fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Περσίς — Αρχαία ελληνική ονομασία της σημερινής ιρανικής επαρχίας Φαρς. Το όνομα προέρχεται από τη φυλή των Πάρσων, που εγκαταστάθηκαν εκεί τον 7o αι. π.Χ. Όπως παρατήρησε ο Στράβων στη Γεωγραφία του, η χώρα διαιρείται σε τρία μέρη, με διαφορετικό… …   Dictionary of Greek

  • πέρσις — Αρχαία ελληνική ονομασία της σημερινής ιρανικής επαρχίας Φαρς. Το όνομα προέρχεται από τη φυλή των Πάρσων, που εγκαταστάθηκαν εκεί τον 7o αι. π.Χ. Όπως παρατήρησε ο Στράβων στη Γεωγραφία του, η χώρα διαιρείται σε τρία μέρη, με διαφορετικό… …   Dictionary of Greek

  • Ιλίου πέρσις — Επικό ποίημα. Η πατρότητά του αποδίδεται στον ποιητή Αρκτίνο τον Μιλήσιο (ή Κορίνθιο κατά τον Αθήναιο). Η υπόθεσή του αφορούσε την άλωση της Τροίας. Συγκεκριμένα, όταν οι Αχαιοί αποχώρησαν από την τρωική παραλία στην Τένεδο, οι Τρώες πήγαν στο… …   Dictionary of Greek

  • πέρσιν — πέρσις sacking fem acc sg πέρσις sacking fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Περσίδα — Περσίς Persis fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Περσίδας — Περσίς Persis fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Περσίδες — Περσίς Persis fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Περσίδι — Περσίς Persis fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Περσίδος — Περσίς Persis fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”